μονόφορβος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoforvos | |Transliteration C=monoforvos | ||
|Beta Code=mono/forbos | |Beta Code=mono/forbos | ||
|Definition= | |Definition=μονόφορβον, [[grazing alone]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόφορβον, grazing alone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 206] allein weidend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.
Greek Monolingual
μονόφορβος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος
μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύφορβος].