νεόκροτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neokrotos | |Transliteration C=neokrotos | ||
|Beta Code=neo/krotos | |Beta Code=neo/krotos | ||
|Definition= | |Definition=νεόκροτον, [[greeted with fresh applause]], νίκα Id.5.48. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
νεόκροτον, greeted with fresh applause, νίκα Id.5.48.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκροτος: ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.
Greek Monolingual
νεόκροτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κρότος (πρβλ. πολύκροτος)].