μισάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misampelos
|Transliteration C=misampelos
|Beta Code=misa/mpelos
|Beta Code=misa/mpelos
|Definition=ον, [[hating the vine]], App.Anth.4.20.
|Definition=μισάμπελον, [[hating the vine]], App.Anth.4.20.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσάμπελος Medium diacritics: μισάμπελος Low diacritics: μισάμπελος Capitals: ΜΙΣΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: misámpelos Transliteration B: misampelos Transliteration C: misampelos Beta Code: misa/mpelos

English (LSJ)

μισάμπελον, hating the vine, App.Anth.4.20.

German (Pape)

[Seite 189] den Weinstock hassend, κρήνη, Ep. ad 198 (App. 100).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ennemi de la vigne.
Étymologie: μισέω, ἄμπελος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσάμπελος: враждебный виноградной лозе (κρήνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάμπελος: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἄμπελον, πηγὴν μισάμπελον Ἀνθ. Π. παράρτ. 100.

Greek Monolingual

μισάμπελος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄμπελος.

Greek Monotonic

μῑσάμπελος: -ον, αυτός που αποστρέφεται το κρασί, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῑσ-άμπελος, ον
hating the vine, Anth.