κατεστράφατο: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεστράφατο:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[καταστρέφω]].
|lsmtext='''κατεστράφατο:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του [[καταστρέφω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.
|elnltext=κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεστράφατο Medium diacritics: κατεστράφατο Low diacritics: κατεστράφατο Capitals: ΚΑΤΕΣΤΡΑΦΑΤΟ
Transliteration A: katestráphato Transliteration B: katestraphato Transliteration C: katestrafato Beta Code: katestra/fato

English (LSJ)

v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

κατεστράφατο: ион. 3 л. pl. ppf. pass. к καταστρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω

Greek Monotonic

κατεστράφατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του καταστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.