βεβάμεν: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βεβάμεν]] ep. inf. perf. van [[βαίνω]].
|elnltext=[[βεβάμεν]] ep. inf. perf. van [[βαίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβάμεν Medium diacritics: βεβάμεν Low diacritics: βεβάμεν Capitals: ΒΕΒΑΜΕΝ
Transliteration A: bebámen Transliteration B: bebamen Transliteration C: vevamen Beta Code: beba/men

English (LSJ)

v. βαίνω.

French (Bailly abrégé)

inf. pf.2 épq. de βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.

Greek Monotonic

βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβάμεν ep. inf. perf. van βαίνω.