καιρικός: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kairikos | |Transliteration C=kairikos | ||
|Beta Code=kairiko/s | |Beta Code=kairiko/s | ||
|Definition=ἡ, όν, < | |Definition=ἡ, όν,<br><span class="bld">A</span> [[timely]], ἀπαγγελίαι ''IG''3.769.<br><span class="bld">2</span> [[appropriate to certain times]] or [[seasons]], [[seasonable]], ἄνθη ''PMag.Leid.W.''24.1.<br><span class="bld">b</span> Astrol., belonging to the [[καιρός]] or [[chronocratory]], κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech. ap. Vett.Val.289.37.<br><span class="bld">c</span> Astron., <b class="b3">ὧραι κ.</b> hours of the kind [[that vary in length with the season]], opp. [[ἰσημεριναί]], Ptol.''Alm.''4.11, 7.3, ''Tetr.''76.<br><span class="bld">3</span> Gramm., [[temporal]], Eust.17.3.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">καιρικαὶ βαφαί</b>, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, όν,
A timely, ἀπαγγελίαι IG3.769.
2 appropriate to certain times or seasons, seasonable, ἄνθη PMag.Leid.W.24.1.
b Astrol., belonging to the καιρός or chronocratory, κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech. ap. Vett.Val.289.37.
c Astron., ὧραι κ. hours of the kind that vary in length with the season, opp. ἰσημεριναί, Ptol.Alm.4.11, 7.3, Tetr.76.
3 Gramm., temporal, Eust.17.3.
4 καιρικαὶ βαφαί, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al.
German (Pape)
[Seite 1296] zur Zeit gehörig, sie betreffend, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
καιρικός: -ή, -όν, τοῦ καιροῦ, ἀνήκων εἰς τὸν καιρόν, Εὐστ. 17. 3. -Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 266. 94.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM καιρικός, -ή, -όν) καιρός
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες»)
2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων»)
μσν.
γραμμ. ο χρονικός
αρχ.
1. αυτός που γίνεται έγκαιρα, ο επίκαιρος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή
3. αστρολ. αυτός που ανήκει στη χρονική περίοδο αστέρα
4. (για ώρες) αυτός που έχει άνιση διάρκεια, αυτός του οποίου η διάρκεια ποικίλλει αναλόγως του μήκους και της εποχής.
επίρρ...
καιρικῶς (Μ)
με καιρικό τρόπο.