ῥαιστήριος: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=raistirios | |Transliteration C=raistirios | ||
|Beta Code=r(aisth/rios | |Beta Code=r(aisth/rios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[smashing]], [[hammering]], <b class="b3">ῥ. ἱδρώς</b> [[the blacksmith's]] sweat or toil, ib.2.28; <b class="b3">ἄκμοσι.. ῥ.</b> [[hammered]] upon the anvil, ib.5.153.<br><span class="bld">II</span> generally, [[destructive]], [[pernicious]], <b class="b3">ῥ. φάρμακα</b>, opp. [[ἐσθλά]], A.R.3.803: c. gen., <b class="b3">ῥ. φάρμακα θυμοῦ</b> ib.790; νηῶν 4.921. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A smashing, hammering, ῥ. ἱδρώς the blacksmith's sweat or toil, ib.2.28; ἄκμοσι.. ῥ. hammered upon the anvil, ib.5.153.
II generally, destructive, pernicious, ῥ. φάρμακα, opp. ἐσθλά, A.R.3.803: c. gen., ῥ. φάρμακα θυμοῦ ib.790; νηῶν 4.921.
German (Pape)
[Seite 832] hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιστήριος: -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, ῥαιστήριος ἱδρώς, ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, αὐτόθι 2. 28. ΙΙ. καθόλου, φθαρτικός, ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· μετὰ γεν., ῥ. θυμοῦ αὐτόθι 790· νηῶν Δ. 921.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α ῥαιστήρ
1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί
2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.).