κυβόκυβος: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyvokyvos | |Transliteration C=kyvokyvos | ||
|Beta Code=kubo/kubos | |Beta Code=kubo/kubos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[cube multiplied by cube]], i.e. [[sixth power]], Hippol. ''Haer.''1.2.10.<br><span class="bld">II</span> [[sixth power of unknown quantity]], [[x]]6, Dioph.1 ''Def.''1, Sch.Iamb.''in Nic.''p.131 P.:—hence [[κυβοκυβοστόν]] (''[[sc.]]'' [[μόριον]]), τό, [[fraction corresponding to]] [[κυβόκυβος]], ''1''/[[x]]6, Dioph.1 ''Def.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A cube multiplied by cube, i.e. sixth power, Hippol. Haer.1.2.10.
II sixth power of unknown quantity, x6, Dioph.1 Def.1, Sch.Iamb.in Nic.p.131 P.:—hence κυβοκυβοστόν (sc. μόριον), τό, fraction corresponding to κυβόκυβος, 1/x6, Dioph.1 Def.3.
German (Pape)
[Seite 1523] ὁ, = κυβεπίκυβος, Diophant.
Greek (Liddell-Scott)
κυβόκυβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.
Greek Monolingual
κυβόκυβος, ό (AM)
το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη
αρχ.
ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο].