ὁμαλύνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omalyno | |Transliteration C=omalyno | ||
|Beta Code=o(malu/nw | |Beta Code=o(malu/nw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> = [[ὁμαλίζω]] 1.1, τὴν κονδύλωσιν Hp.''Haem.''5, cf. Pl. ''Ti.'' 45e; τὴν ἄρουραν Arist.''Pol.''1284a30.<br><span class="bld">II</span> [[bring]] the body [[to an even temperature]], Id.''Mete.''381a20, cf. ''Metaph.''1032b19 (Pass.).<br><span class="bld">2</span> [[make regular]], τὸ πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.5.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
A = ὁμαλίζω 1.1, τὴν κονδύλωσιν Hp.Haem.5, cf. Pl. Ti. 45e; τὴν ἄρουραν Arist.Pol.1284a30.
II bring the body to an even temperature, Id.Mete.381a20, cf. Metaph.1032b19 (Pass.).
2 make regular, τὸ πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.5.1.
German (Pape)
[Seite 329] ebenen, glätten, τὰς κινήσεις, αὐτῶν ὁμαλυνθεισῶν ἡσυχία γίγνεται, Plat. Tim. 45 e.
French (Bailly abrégé)
c. ὁμαλίζω.
Étymologie: ὁμαλός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμᾰλύνω: Plat., Arst. = ὁμαλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλύνω: [ῡ], = ὁμαλίζω, Ἱππ. 893F, Τίμ. Λοκρ. 45Ε. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., πρβλ. Μετεωρ. 4. 3, 17. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 169.
Greek Monolingual
(Α ὁμαλύνω)
καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω
αρχ.
1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία
2. καθιστώ κάτι κανονικό, εύρυθμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός (πρβλ. λεπτός > λεπτύνω)].