ἀνθυπαλλάσσω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthypallasso | |Transliteration C=anthypallasso | ||
|Beta Code=a)nqupalla/ssw | |Beta Code=a)nqupalla/ssw | ||
|Definition=Att. [[ἀνθυπαλλάττω]], [[substitute]], especially in Rhet., [[substitute one case for another]], | |Definition=Att. [[ἀνθυπαλλάττω]], [[substitute]], especially in Rhet., [[substitute one case for another]], Demetr.''Eloc.''59, cf. A.D.''Synt.'' 232.2; of [[interchange]] of moods, in Pass., ib.211.19:—Med., [[receive in exchange]], θνητὸν ἀθανάτου βίον Ph.2.440. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. ἀνθυπαλλάττω, substitute, especially in Rhet., substitute one case for another, Demetr.Eloc.59, cf. A.D.Synt. 232.2; of interchange of moods, in Pass., ib.211.19:—Med., receive in exchange, θνητὸν ἀθανάτου βίον Ph.2.440.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 gram. sustituir un caso gramatical por otro, Demetr.Eloc.59, un modo por otro οἶμαι ... τὸ Ὁμηρικὸν ἔθος, ἐκστὰν τῆς προστακτικῆς συντάξεως, δεόντως ἀνθυπαλλάξαι τὴν ἀπαρέμφατον ἔγκλισιν A.D.Synt.232.2, una voz por otra, A.D.Synt.211.19.
2 en v. med. recibir a cambio θνητὸν ἀθανάτου βίον Ph.2.440.
3 dar en prenda por una deuda en v. pas. PIand.142.1.13 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπαλλάσσω: -ττω, ἀνταλλάσσω, λέγω ἄλλο ἀντὶ ἄλλου, Δημήτρ. Φαλ. 59. - «ἀνθυπήλλαξε γὰρ εἰπών: ἐν τῇ σορῷ, δέον ἐν τῇ Ἡλιαίᾳ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 276: - Μέσ., δέχομαι ὡς ἀντάλλαγμά τι ἀντί τινος, ἐφ’ οἷς εἰκότως θνητὸν ἀντὶ ἀθανάτου βίον ἀνθυπηλλάξατο Φίλων 2. 440. 38.
Greek Monolingual
ἀνθυπαλάσσω (και -ττω) (Α)
1. αντικαθιστώ
2. εναλλάσσω τις πτώσεις (βλ. ανθυπαλλαγή)
3. (μέσ., -σσο μαι) παίρνω ως αντάλλαγμα
4. παθ. αποδίδεται στην εναλλαγή των εγκλίσεων των ρημάτων.