διαλογικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dialogikos | |Transliteration C=dialogikos | ||
|Beta Code=dialogiko/s | |Beta Code=dialogiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαλογική, διαλογικόν, [[belonging to dialogue]], or [[in dialogue form]], περίοδος Demetr.''Eloc.''19,21; εἶδος συγγραφῆς Porph.''Plot.''9,17; συγγράμματα Phlp.''in Cat.''3.15, cf. Dex.''in Cat.''4.2. Adv. [[διαλογικῶς]], ἀπαγγέλλειν Theon''Prog.''4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
διαλογική, διαλογικόν, belonging to dialogue, or in dialogue form, περίοδος Demetr.Eloc.19,21; εἶδος συγγραφῆς Porph.Plot.9,17; συγγράμματα Phlp.in Cat.3.15, cf. Dex.in Cat.4.2. Adv. διαλογικῶς, ἀπαγγέλλειν TheonProg.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 dialogado, en forma de diálogo περίοδος Demetr.Eloc.19, 21, γύμνασμα Theo Prog.60.24, χαρακτήρ Thdt.Eran.29, cf. Dexipp.in Cat.4.2.tít., Phlp.in Cat.3.15, Ammon.in Cat.4.15, Elias in Cat.114.16, Simp.in Ph.8.17
•propio del diálogo χάριτες Basil.Ep.135.1.
2 adv. -ῶς en forma dialogada Theo Prog.89.30, Thdt.Eran.29, Ep.Sirm.131 (p.122), Olymp.in Alc.60, Eustr.in EN 401.1, (Νηφαλίῳ) δ. συμπλέκεται se enzarza en una discusión con Nefalio Euagr.Schol.HE 3.33 (p.132).
German (Pape)
[Seite 588] ή, όν, gesprächweise, dialogisch, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
διαλογικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς διάλογον, συζήτησιν, Δημ. Φαλ. 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαλογικός, -ή, -όν) διάλογος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάλογο
2. αυτός που διεξάγεται με ή σε διάλογο.