ἀποσκώπτω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aposkopto | |Transliteration C=aposkopto | ||
|Beta Code=a)poskw/ptw | |Beta Code=a)poskw/ptw | ||
|Definition=[[banter]], [[rally]], Θαλῆν ἀστρονομοῦντα . . θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται | |Definition=[[banter]], [[rally]], Θαλῆν ἀστρονομοῦντα.. θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Pl.''Tht.''174a; <b class="b3">ἀ. πρός</b> or <b class="b3">εἴς τινα</b>, [[jeer]] at one, D.C.48.38, Luc.''Herm.'' 51, etc.; ἐπί τινι D.C.60.33; εἴς τινα ἐπίγραμμα D.L. 5.11. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
banter, rally, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα.. θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Pl.Tht.174a; ἀ. πρός or εἴς τινα, jeer at one, D.C.48.38, Luc.Herm. 51, etc.; ἐπί τινι D.C.60.33; εἴς τινα ἐπίγραμμα D.L. 5.11.
Spanish (DGE)
burlarse, mofarse Θαλῆν ἀστρονομοῦντα Pl.Tht.174a
•c. prep. πρὸς ... τὸν Ἀντώνιον D.C.48.38.2, ἐς τὸν Κικέρωνα D.C.40.54.4, ἐς τὸν Ξέρξην D.C.59.17.11, ἐς τοὺς φιλοσοφοῦντας Luc.Herm.51, ἐς αὐτόν Philostr.VS 577
•dedicar en tono de burla o mofa εἰς αὐτὸν ἐπίγραμμα D.L.5.11, πολλὰ ... πρὸς τὸν Τούλλιον D.C.Epit.7.9.15
•ἐφ' ᾧ ... κάλλιστα D.C.60.33.8
•c. inf. mofarse de μετελαύνειν αὐτὸν τὰ πρόβατα Philostr.VA 8.22.
German (Pape)
[Seite 325] verspotten, τινά Plat. Theaet. 174 a u. Folgde; εἴς τινα Luc. Hermot. 51; Merc. cond. 15 u. öfter, Spöttereien gegen Einen vorbringen.
French (Bailly abrégé)
railler.
Étymologie: ἀπό, σκώπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκώπτω: насмехаться, осмеивать (τινά Plat., εἴς τινα Luc. и τι εἴς τινα Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκώπτω: μέλλ. -ψομαι (καὶ -ψω, παρὰ Βυζ.) ἐμπαίζω, περιπέζω, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα… θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Πλάτ. Θεαίτ. 174Α: ὡσαύτως, ἀπ. πρὸς ἢ εἴς τινα, χλευάζω τινά, Δίων Κ. 48. 38, Λουκ. Ἑρμότ. 51, κτλ.· ἐπί τινι Δίων Κ. 60. 33· τί εἴς τινα Διογ. Λ. 5. 11.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀποσκώπτω: μέλ. -σκώψομαι, περιπαίζω, περιγελώ, τινά, σε Πλάτ.· ἀποσκώπτω εἴς τινα, χλευάζω κάποιον, σε Λουκ.
Middle Liddell
to banter, rally, τινά Plat.; ἀπ. εἴς τινα to jeer at one, Luc.