μιλτοπάρηος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miltoparios
|Transliteration C=miltoparios
|Beta Code=miltopa/rhos
|Beta Code=miltopa/rhos
|Definition=ον, (παρειά) [[red-cheeked]], [[epithet]] of ships, which had their bows painted red, <span class="bibl">Il.2.637</span>, <span class="bibl">Od.9.125</span>: Com., <b class="b3">τρίγλη μ</b>. Machoap.<span class="bibl">Ath.3.135b</span>; also of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>615</span>; of plains, <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>3.509</span>.
|Definition=μιλτοπάρηον, ([[παρειά]]) [[red-cheeked]], [[epithet]] of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., <b class="b3">τρίγλη μ.</b> Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.''L.''615; of plains, Opp. ''C.''3.509.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτοπάρηος Medium diacritics: μιλτοπάρηος Low diacritics: μιλτοπάρηος Capitals: ΜΙΛΤΟΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: miltopárēos Transliteration B: miltoparēos Transliteration C: miltoparios Beta Code: miltopa/rhos

English (LSJ)

μιλτοπάρηον, (παρειά) red-cheeked, epithet of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., τρίγλη μ. Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.L.615; of plains, Opp. C.3.509.

Greek Monolingual

μιλτοπάρηος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα
2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πάρῃος(< παρειαί «μάγουλα»), πρβλ. καλλοπάρηος, χαλκοπάρῃος].

Greek Monotonic

μιλτοπάρηος: -ον (πᾰρειά), ροδομάγουλος, λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ.