λυχναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lychnaios
|Transliteration C=lychnaios
|Beta Code=luxnai=os
|Beta Code=luxnai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a lamp]], φῶς Procl.<span class="title">Sacr.</span>p.149 B. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> λυχναῖος καὶ λυχνεύς <b class="b3">ὁ διαυγὴς λίθος</b>, Hsch.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of a lamp]], φῶς Procl.''Sacr.''p.149 B.<br><span class="bld">II</span> λυχναῖος καὶ λυχνεύς <b class="b3">ὁ διαυγὴς λίθος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχναῖος Medium diacritics: λυχναῖος Low diacritics: λυχναίος Capitals: ΛΥΧΝΑΙΟΣ
Transliteration A: lychnaîos Transliteration B: lychnaios Transliteration C: lychnaios Beta Code: luxnai=os

English (LSJ)

α, ον,
A of a lamp, φῶς Procl.Sacr.p.149 B.
II λυχναῖος καὶ λυχνεύς ὁ διαυγὴς λίθος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λυχναῖος: λίθος, ὁ, = λυχνίτης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυχναῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία
2. λυχνεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου].

German (Pape)

sc. λίθος, = λυχνίτης, eine parische Marmorart, Phot.