ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksfragizomai | |Transliteration C=eksfragizomai | ||
|Beta Code=e)ksfragi/zomai | |Beta Code=e)ksfragi/zomai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be shut out from]], ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.''HF''53.<br><span class="bld">II</span> to [[be sealed]], of a contract, ''BCH''35.43 (Delos). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass.,
A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.
II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).
Russian (Dvoretsky)
ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
Greek Monolingual
ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
Greek Monotonic
ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.