κρουσμός: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krousmos | |Transliteration C=krousmos | ||
|Beta Code=krousmo/s | |Beta Code=krousmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[κροῦσις]] 4, Procl. ap. Phot.''Bibl.''p.320 B.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. ὀδόντων</b> [[gnashing]] of teeth, Aus.''Ep.''8.8. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A = κροῦσις 4, Procl. ap. Phot.Bibl.p.320 B.
II κ. ὀδόντων gnashing of teeth, Aus.Ep.8.8.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσμός: -οῦ, ὁ, = κροῦσις, Πρόκλ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 320. 30.
Greek Monolingual
(I)
ο κρούζω
σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια.
(II)
κρουσμός, ὁ (AM)
μσν.
χτύπημα, σύγκρουση
αρχ.
1. η κρούση έγχορδου οργάνου
2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» — τρίξιμο τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ-κρουσ-α) + κατάλ. -μός (πρβλ. δαρμός, πνιγμός)].