πολυχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polychiton | |Transliteration C=polychiton | ||
|Beta Code=poluxi/twn | |Beta Code=poluxi/twn | ||
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[having many coats]], [[πυρός]], [[σπέρματα]], | |Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[having many coats]], [[πυρός]], [[σπέρματα]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.''Ep.''23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, having many coats, πυρός, σπέρματα, Thphr. CP 3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.Ep.23.
German (Pape)
[Seite 677] ωνος, ὁ, ἡ, in vielen Unterkleidern, Hüllen, κάλαμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, πυρός, σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.
β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. μονοχίτων].