ὑποδιοικητής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodioikitis
|Transliteration C=ypodioikitis
|Beta Code=u(podioikhth/s
|Beta Code=u(podioikhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[sub-]][[διοικητής]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.632.11</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>403.12</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.23.2</span> (ii B. C.), etc.
|Definition=ὑποδιοικητοῦ, ὁ, [[sub]]- [[διοικητής]], ''PSI''6.632.11 (iii B. C.), ''PCair.Zen.''403.12 (iii B. C.), ''PGrenf.''2.23.2 (ii B. C.), etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδιοικητής]], ΝΑ [[διοικητής]]<br />[[άτομο]] που σε μια [[ιεραρχία]] κατέχει [[θέση]] [[αμέσως]] κατώτερη από του διοικητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προϊστάμενος]] υποδιοίκησης·2. <b>στρ.</b> [[αξιωματικός]] στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, [[αμέσως]] [[κατώτερος]] από τον διοικητή.
|mltxt=ο / [[ὑποδιοικητής]], ΝΑ [[διοικητής]]<br />[[άτομο]] που σε μια [[ιεραρχία]] κατέχει [[θέση]] [[αμέσως]] κατώτερη από του διοικητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προϊστάμενος]] υποδιοίκησης·2. <b>στρ.</b> [[αξιωματικός]] στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, [[αμέσως]] [[κατώτερος]] από τον διοικητή.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιοικητής Medium diacritics: ὑποδιοικητής Low diacritics: υποδιοικητής Capitals: ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: hypodioikētḗs Transliteration B: hypodioikētēs Transliteration C: ypodioikitis Beta Code: u(podioikhth/s

English (LSJ)

ὑποδιοικητοῦ, ὁ, sub- διοικητής, PSI6.632.11 (iii B. C.), PCair.Zen.403.12 (iii B. C.), PGrenf.2.23.2 (ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιοικητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων διοικητής, Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιοικητής, ΝΑ διοικητής
άτομο που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση αμέσως κατώτερη από του διοικητή
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης·2. στρ. αξιωματικός στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, αμέσως κατώτερος από τον διοικητή.