ἐλεγειακός: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elegeiakos | |Transliteration C=elegeiakos | ||
|Beta Code=e)legeiako/s | |Beta Code=e)legeiako/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐλεγειακή, ἐλεγειακόν, [[elegiac]], πεντάμετρον [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, cf.Heph.1.5; [[written in distichs]], ἐπίνικον Ath.4.144e, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλεγειακή, ἐλεγειακόν, elegiac, πεντάμετρον D.H.Comp.25, cf.Heph.1.5; written in distichs, ἐπίνικον Ath.4.144e, etc.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
elegíaco πεντάμετρον D.H.Comp.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos Ath.144e.
German (Pape)
[Seite 793] elegisch; πεντάμετρον Dion. Hal. de C. V. 25; ἐπινίκιον Ath. IV, 144 e; βιβλία XIII, 597 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγειακός: -ή, -όν, εἰς τὸ ἐλεγεῖον ἀνήκων, πεντάμετρον ἐλεγειακὸν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: γεγραμμένος ἐν διστίχοις, εἰς ὃν Καλλίμαχος ἐπινίκιον ἐλεγειακὸν ἐποίησε Ἀθήν. 144Ε, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλεγειακός, -ή, -όν)
1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» — ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος — υυ