μηχάνωμα: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=michanoma | |Transliteration C=michanoma | ||
|Beta Code=mhxa/nwma | |Beta Code=mhxa/nwma | ||
|Definition=ατος, τό, = [[μηχάνημα]], | |Definition=-ατος, τό, = [[μηχάνημα]], [[Theophrastus]] ''Ign.''59, Sm.''Le.''8.7:—Dor. μᾱχάνωμα, [[crane]], ''SIG''241 ''A''12 (pl.), al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = μηχάνημα, Theophrastus Ign.59, Sm.Le.8.7:—Dor. μᾱχάνωμα, crane, SIG241 A12 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 181] τό, = μηχάνημα, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μηχάνωμα: τό, = μηχάνημα, Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.
Greek Monolingual
μηχάνωμα και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)
1. μηχάνημα
2. γερανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφάλωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηχανόω].