μικρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikrostomos
|Transliteration C=mikrostomos
|Beta Code=mikro/stomos
|Beta Code=mikro/stomos
|Definition=ον, [[with a small mouth]] or [[orifice]], ἄγγος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>4.57</span>; ζῷα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 502a8</span>; of the womb, <span class="bibl">Sor.2.56</span>.
|Definition=μικρόστομον, [[with a small mouth]] or [[orifice]], ἄγγος Hp.''Morb.''4.57; ζῷα Arist.''HA'' 502a8; of the womb, Sor.2.56.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόστομος Medium diacritics: μικρόστομος Low diacritics: μικρόστομος Capitals: ΜΙΚΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: mikróstomos Transliteration B: mikrostomos Transliteration C: mikrostomos Beta Code: mikro/stomos

English (LSJ)

μικρόστομον, with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.

German (Pape)

[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόστομος:
1 с маленьким ртом (ζῷα Arst.);
2 с маленьким отверстием (λυχνίδιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμαἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].