φόως: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foos
|Transliteration C=foos
|Beta Code=fo/ws
|Beta Code=fo/ws
|Definition=τό, Ep. = [[φῶς]] ([[quod vide|q.v.]]): hence φόωσδε, [[to the light]], [[to the light of day]], <span class="bibl">Il.2.309</span>, <span class="bibl">19.103</span>, etc.
|Definition=τό, Ep. = [[φῶς]] ([[quod vide|q.v.]]): hence [[φόωσδε]], [[to the light]], [[to the light of day]], Il.2.309, 19.103, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόως Medium diacritics: φόως Low diacritics: φόως Capitals: ΦΟΩΣ
Transliteration A: phóōs Transliteration B: phoōs Transliteration C: foos Beta Code: fo/ws

English (LSJ)

τό, Ep. = φῶς (q.v.): hence φόωσδε, to the light, to the light of day, Il.2.309, 19.103, etc.

German (Pape)

[Seite 1301] τό, ep. Dehnung des aus φάος zsgz. φῶς, Licht, Tageslicht, Hom.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
poét. c. φάος.

Russian (Dvoretsky)

φόως: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = φάος.

Greek (Liddell-Scott)

φόως: τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, ὅπερ καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ φάος, φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, ὅθεν ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φόως· φῶς. χαρά· σωτηρία», καὶ: «φόως ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).

English (Autenrieth)

see φάος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. φως.

Greek Monotonic

φόως: τό, Επικ. εκτεταμ. από το φῶς, που είναι το ίδιο συνηρ. από φάος· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. φόωσδε, στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[epic lengthd. from φῶς, which is itself contr. from φάος
light, Hom., only in nom. and acc. sg.;