προσονομασία: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosonomasia | |Transliteration C=prosonomasia | ||
|Beta Code=prosonomasi/a | |Beta Code=prosonomasi/a | ||
|Definition=ἡ, [[naming]], [[appellation]], | |Definition=ἡ, [[naming]], [[appellation]], D.L. 7.108; Aeol. προσονῠμᾰσία ''IGRom.''4.1302.17 (Cyme, i B.C./i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, naming, appellation, D.L. 7.108; Aeol. προσονῠμᾰσία IGRom.4.1302.17 (Cyme, i B.C./i A.D.).
German (Pape)
[Seite 774] ἡ, Benennung, D. L. 7, 107.
Russian (Dvoretsky)
προσονομᾰσία: ἡ наименование, прозвище Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
προσονομᾰσία: ἡ, τὸ προσονομάζειν, ὀνομασία, ὄνομα, Διογ. Λ. 7. 108· Αἰολ. προσονῠμᾰσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 17.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και αιολ. τ. προσονυμασία Α προσονομάζω
νεοελλ.
1. η πρόσθετη ονομασία, προσωνυμία
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται ομοιότητα ήχου στις λέξεις της ίδιας φράσης
αρχ.
το αποτέλεσμα του προσονομάζω, η απόδοση ονόματος σε κάποιον ή η κλήση του με ένα όνομα.