προσονομασία

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσονομᾰσία Medium diacritics: προσονομασία Low diacritics: προσονομασία Capitals: ΠΡΟΣΟΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: prosonomasía Transliteration B: prosonomasia Transliteration C: prosonomasia Beta Code: prosonomasi/a

English (LSJ)

ἡ, naming, appellation, D.L. 7.108; Aeol. προσονῠμᾰσία IGRom.4.1302.17 (Cyme, i B.C./i A.D.).

German (Pape)

[Seite 774] ἡ, Benennung, D. L. 7, 107.

Russian (Dvoretsky)

προσονομᾰσία:наименование, прозвище Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

προσονομᾰσία: ἡ, τὸ προσονομάζειν, ὀνομασία, ὄνομα, Διογ. Λ. 7. 108· Αἰολ. προσονῠμᾰσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 17.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αιολ. τ. προσονυμασία Α προσονομάζω
νεοελλ.
1. η πρόσθετη ονομασία, προσωνυμία
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται ομοιότητα ήχου στις λέξεις της ίδιας φράσης
αρχ.
το αποτέλεσμα του προσονομάζω, η απόδοση ονόματος σε κάποιον ή η κλήση του με ένα όνομα.