σκορπιστής: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skorpistis | |Transliteration C=skorpistis | ||
|Beta Code=skorpisth/s | |Beta Code=skorpisth/s | ||
|Definition= | |Definition=σκορπιστοῦ, ὁ, [[scatterer]], [[spendthrift]], Lyd.''Mag.''1.42, ''Cat.Cod.Astr.''8(4).154, al. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
σκορπιστοῦ, ὁ, scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.