ἐνυπόκριτος: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enypokritos | |Transliteration C=enypokritos | ||
|Beta Code=e)nupo/kritos | |Beta Code=e)nupo/kritos | ||
|Definition=[[ὑποστιγμή]] a stop [[put after the protasis]], Sch.D.T. | |Definition=[[ὑποστιγμή]] a stop [[put after the protasis]], Sch.D.T.p.24 H.; cf. [[ἀνυπόκριτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑποστιγμή a stop put after the protasis, Sch.D.T.p.24 H.; cf. ἀνυπόκριτος.
Spanish (DGE)
-ον
que da tensión dramática ref. las pausas en la lectura y de ahí gram. ἡ ὑποστιγμὴ ἐ., ἡ ἐ. στιγμή subpuntuación en respuesta, puntuación en respuesta op. ἀνυπόκριτος Nicanor p.3.31, Sch.D.T.24.17, 27.12, 64.24.
German (Pape)
[Seite 860] ὑποστιγμή, Komma am Ende dez Vordersatzes, Schol. Dion. Ihr. p. 758, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπόκρῐτος: ὑποστιγμή, κόμμα τιθέμενον μετὰ τὴν πρότασιν, ὅταν εὐθὺς ἐπιφέρηται ἡ ἀνταπόδοσις, ὡς π.χ.: ὡς δ’ ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδών... ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς, ὡς αὖτις καθ’ ὅμιλον κτλ. (Ἰλ. Γ. 35). Ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ τὸ κόμμα τὸ τεθὲν μετὰ τὴν λέξιν παρειὰς ὠνομάζετο ἐνυπόκριτος ὑποστιγμή, ἐνῷ τὸ κόμμα τὸ τιθέμενον ὅπως χωρίσῃ παρεντιθεμένην περίοδον μεταξὺ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως ὠνομάζετο ἀνυπόκριτος ὑποστιγμή. Ἴδε Α. Β. 758, 16 καὶ 765, 9.
Greek Monolingual
ἐνυπόκριτος, -ον (Μ)
ερωτηματικός.