φιαληφόρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fialiforos | |Transliteration C=fialiforos | ||
|Beta Code=fialhfo/ros | |Beta Code=fialhfo/ros | ||
|Definition=ἡ, [[cup-bearer]], title of a Locrian priestess, | |Definition=ἡ, [[cup-bearer]], title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.
German (Pape)
[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.
Russian (Dvoretsky)
φιᾰληφόρος: ἡ чашеносица (название жрицы у локров) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῖς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].