μοιχάγρια: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moichagria | |Transliteration C=moichagria | ||
|Beta Code=moixa/gria | |Beta Code=moixa/gria | ||
|Definition=τά, (ἄγρα) [[fine imposed on one taken in adultery]], μοιχάγρι' ὀφέλλει | |Definition=τά, ([[ἄγρα]]) [[fine imposed on one taken in adultery]], μοιχάγρι' ὀφέλλει Od.8.332. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
τά, (ἄγρα) fine imposed on one taken in adultery, μοιχάγρι' ὀφέλλει Od.8.332.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
amende que paie l'adultère pris sur le fait.
Étymologie: μοιχός, ἀγρέω.
Russian (Dvoretsky)
μοιχάγρια: τά кара для соблазнителя чужой жены, возмездие за прелюбодеяние Hom.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχάγρια: τά, (ἄγρα) πρόστιμον ἐπιβαλλόμενον εἰς τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθέντα, μοιχάγρ’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332. - Καθ’: Ἡσύχ.: «μοιχάγρια· τὰ τῆς μοιχείας ἀγρεύματα, ὁ γὰρ ληφθεὶς ἐπὶ μοιχείᾳ ζημιοῦται».
English (Autenrieth)
(μοιχός, ἄγρη): the fine imposed upon one taken in adultery, Od. 8.332†.
Greek Monolingual
μοιχάγρια, τὰ (Α)
πρόστιμο που επιβαλλόταν σε εκείνους που συλλαμβάνονταν για μοιχεία («μοιχάγρι' ὀφέλει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μοιχὸν ἀγρεῖν, σχηματισμένο αναλογικά προς το ζωάγρια (βλ. ζωάγριος)].
Greek Monotonic
μοιχάγρια: τά (ἄγρα), ποινή που επιβάλλεται σε κάποιον που συνελήφθη να διαπράττει μοιχεία, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μοιχ-άγρια, ων, τά, ἄγρα
a fine imposed on one taken in adultery, Od.