ταὐτόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taftofonos | |Transliteration C=taftofonos | ||
|Beta Code=tau)to/fwnos | |Beta Code=tau)to/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=ταὐτόφωνον, [[of the same sound]], Eust.125.5: hence [[ταὐτοφωνία]], ἡ, ib.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ταὐτόφωνον, of the same sound, Eust.125.5: hence ταὐτοφωνία, ἡ, ib.20.
German (Pape)
[Seite 1075] gleichtönend, von gleichem Tone, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν φωνήν, Εὐστ. εἰς Ἰλ. 94. 19· -φωνία, ἡ, αὐτόθι 30.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτόφωνος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος].