ἀναχωρητικός: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anachoritikos | |Transliteration C=anachoritikos | ||
|Beta Code=a)naxwrhtiko/s | |Beta Code=a)naxwrhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναχωρητική, ἀναχωρητικόν, disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.''Epict.''2.1.10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναχωρητική, ἀναχωρητικόν, disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.Epict.2.1.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1eremítico, Apoph.Patr.M.65.152A
•ref. a una tórtola habituado a vivir apartado, solitario ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ Phys.A 93.1.
2 subst. τὸ ἀ. acción de retraerse o echarse atrás Arr.Epict.2.1.10.
II adv. -ῶς a modo de anacoreta Gr.Naz.M.37.172C.
German (Pape)
[Seite 215] zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρητικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.
Greek Monolingual
-ή, -όν (AM ἀναχωρητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αγαπάει την απομάκρυνση από την ομαδική ζωή
2. αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή
3. αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.