ὀφθαλμωρύχος: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofthalmorychos | |Transliteration C=ofthalmorychos | ||
|Beta Code=o)fqalmwru/xos | |Beta Code=o)fqalmwru/xos | ||
|Definition=(parox.), ον, (ὀρύσσω) [[tearing out the eyes]], | |Definition=(parox.), ον, ([[ὀρύσσω]]) [[tearing out the eyes]], A.''Eu.''186. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ον, (ὀρύσσω) tearing out the eyes, A.Eu.186.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξορύττων τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 186. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 308.
Greek Monolingual
ὀφθαλμωρύχος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβωρύχος)].
Greek Monotonic
ὀφθαλμωρύχος: [ῠ], -ον, αυτός που ξεσχίζει, αφαιρεί τα μάτια, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὀφθαλμ-ωρῠ́χος, ον,
tearing out the eyes, Aesch.