ἱπποκλείδης: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippokleidis | |Transliteration C=ippokleidis | ||
|Beta Code=i(ppoklei/dhs | |Beta Code=i(ppoklei/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἱπποκλείδου, ὁ, ([[κλείω]]) [[pudenda muliebria]], Ar.''Fr.''703. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱπποκλείδου, ὁ, (κλείω) pudenda muliebria, Ar.Fr.703.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
τὸ τῆς γυναικὸς μόριον AR selon Eust.
Étymologie: prob. d'un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l'abondance de poils.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκλείδης: ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς μόριον Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ.
Greek Monolingual
ἱπποκλείδης, ὁ (Α)
το γυναικείο μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κλείδης (< κλειώ). Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη για δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].