ἀκατάσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataskopos | |Transliteration C=akataskopos | ||
|Beta Code=a)kata/skopos | |Beta Code=a)kata/skopos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάσκοπον, ''Glossaria'' on [[ἀνώϊστος]], Sch.Opp.''C.''4.101. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατάσκοπον, Glossaria on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
Spanish (DGE)
-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
Greek Monolingual
ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.
German (Pape)
unüberlegt, Sp.