καρκινοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karkinovatis | |Transliteration C=karkinovatis | ||
|Beta Code=karkinoba/ths | |Beta Code=karkinoba/ths | ||
|Definition= | |Definition=καρκινοβάτου, ὁ, [[walking like a crab]], Aristonym.2 (sed leg. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
καρκινοβάτου, ὁ, walking like a crab, Aristonym.2 (sed leg.
German (Pape)
[Seite 1327] ὁ, der wie ein Krebs geht, Ariston. bei Ath. VII, 287 d, im E. M. καρκινοβαίνης, mit Mein. καρκινοβήτης zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
καρκῐνοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαδίζων ὡς καρκίνος, Ἀριστών. ἐν «Ἡλίῳ» 1· ἀλλὰ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ καρκινοβήτης, Meineke, εἰς Μένανδρον σ. 183 (ἔκδ. Μείζων).
Greek Monolingual
καρκινοβάτης, ὁ (Α)
αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινοβάτης, υπνοβάτης.