ἀκατάπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataptotos | |Transliteration C=akataptotos | ||
|Beta Code=a)kata/ptwtos | |Beta Code=a)kata/ptwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάπτωτον, [[not liable to fall]], Eustr. ''in EN''311.18. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατάπτωτον, not liable to fall, Eustr. in EN311.18.
Spanish (DGE)
-ον
1 no derribado de un luchador, Gr.Nyss.Ref.Eun.408.14.
2 que no puede caer τελειότης Eustr.in En.100.22, 311.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάπτωτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, Εὐστ. Πονημ. 187, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάπτωτος, -ον) καταπίπτω
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία
να περιπέσει σε ανυποληψία)
μσν.
αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει.
German (Pape)
nicht fallend, untrüglich, Sp.