πλείσταρχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleistarchos
|Transliteration C=pleistarchos
|Beta Code=plei/starxos
|Beta Code=plei/starxos
|Definition=ον, [[holding widest sway]], Ἑλλάνων γέρας <span class="bibl">B.3.12</span>.
|Definition=πλείσταρχον, [[holding widest sway]], Ἑλλάνων γέρας B.3.12.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλείσταρχος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[ἄρχω]]] [[het meeste gezag hebbend]].
|elnltext=πλείσταρχος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[ἄρχω]]] [[het meeste gezag hebbend]].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλείσταρχος Medium diacritics: πλείσταρχος Low diacritics: πλείσταρχος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pleístarchos Transliteration B: pleistarchos Transliteration C: pleistarchos Beta Code: plei/starxos

English (LSJ)

πλείσταρχον, holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύαρχος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend.