ὀχλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochlitikos | |Transliteration C=ochlitikos | ||
|Beta Code=o)xlhtiko/s | |Beta Code=o)xlhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀχλητική, ὀχλητικόν, = [[ὀχλικός]], Procl.''Par.Ptol.''p.218. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀχλητική, ὀχλητικόν, = ὀχλικός, Procl.Par.Ptol.p.218.
German (Pape)
[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, καὶ πολιτικὰ πράγματα, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλητικός: -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.
Greek Monolingual
ὀχλητικός, -ή, -όν (Α)
οχλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -όχλητος (πρβλ. αόχλητος, ανενόχλητος)].