χαιρετιστικός: Difference between revisions
From LSJ
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(46) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chairetistikos | |Transliteration C=chairetistikos | ||
|Beta Code=xairetistiko/s | |Beta Code=xairetistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=χαιρετιστική, χαιρετιστικόν, Sch.rec.A.''Pers.''l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χαιρετιστικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[χαιρετισμός]]<br />αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό. | |mltxt=-ή, -ό / [[χαιρετιστικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[χαιρετισμός]]<br />αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:09, 25 August 2023
English (LSJ)
χαιρετιστική, χαιρετιστικόν, Sch.rec.A.Pers.l.c.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαιρετιστικός, -ή, -όν, ΝΜ χαιρετισμός
αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό.