παραπύλιον: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parapylion | |Transliteration C=parapylion | ||
|Beta Code=parapu/lion | |Beta Code=parapu/lion | ||
|Definition=[ῠ], τό, [[side-gate]], [[wicket,IG]] | |Definition=[ῠ], τό, [[side-gate]], [[wicket,IG]]5(1).538.18 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], τό, side-gate, wicket,IG5(1).538.18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 496] dim. vom Vorigen, Nebenpförtchen, Sp., Inscr. 1330.
Greek (Liddell-Scott)
παραπύλιον: τό, θυρίδιον παρὰ τὴν μεγάλην πύλην, Συλλ. Ἐπιγρ. 1330,18· πύλη μικρὰ κατὰ τὰ πλάγια τοῦ οἴκου δι’ ἧς ἐξήγοντο καὶ εἰσήγοντο τὰ κτήνη, κτλ., Κ. Πορφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 257. 11· - πῠλίς, ἡ, μικρὰ θυρὶς κρυπτή, Ἡλιόδ. 8. 12.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μικρή πύλη κοντά σε μεγάλη, παραπόρτι
μσν.
μικρή πύλη στην πλάγια πλευρά του σπιτιού, από την οποία έμπαζαν και έβγαζαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύλη (πρβλ. ξυλοπύλιον)].