ὀδαξητικός: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odaksitikos | |Transliteration C=odaksitikos | ||
|Beta Code=o)dachtiko/s | |Beta Code=o)dachtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀδαξητική, ὀδαξητικόν, [[causing to itch]], Poll.2.110. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀδαξητική, ὀδαξητικόν, causing to itch, Poll.2.110.
German (Pape)
[Seite 291] dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαξητικός: -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», Πολυδ. Β, 110.
Greek Monolingual
ὀδαξητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -ητικός (πρβλ. κινητικός)].