σχοινόπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoinoplektos | |Transliteration C=schoinoplektos | ||
|Beta Code=sxoino/plektos | |Beta Code=sxoino/plektos | ||
|Definition= | |Definition=σχοινόπλεκτον, [[plaited of rushes]], ἄγγος Arar.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
σχοινόπλεκτον, plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.
German (Pape)
[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσόπλεκτος].