ἐπίδομα: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epidoma
|Transliteration C=epidoma
|Beta Code=e)pi/doma
|Beta Code=e)pi/doma
|Definition=ατος, τό, [[contribution]] to a feast, <span class="bibl">Ath.8.364f</span>(pl.).
|Definition=-ατος, τό, [[contribution]] to a feast, Ath.8.364f(pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδομα Medium diacritics: ἐπίδομα Low diacritics: επίδομα Capitals: ΕΠΙΔΟΜΑ
Transliteration A: epídoma Transliteration B: epidoma Transliteration C: epidoma Beta Code: e)pi/doma

English (LSJ)

-ατος, τό, contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).

German (Pape)

[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίδομα) επιδίδωμι
νεοελλ.
1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.)
2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα
αρχ.
1. προσθήκη
2. συνεισφορά, έρανος.