πηδητής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piditis | |Transliteration C=piditis | ||
|Beta Code=phdhth/s | |Beta Code=phdhth/s | ||
|Definition= | |Definition=πηδητοῦ, ὁ, [[leaper]], [[dancer]], Ptol.''Tetr.''64. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
πηδητοῦ, ὁ, leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).
Greek (Liddell-Scott)
πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).