λιμβός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limvos
|Transliteration C=limvos
|Beta Code=limbo/s
|Beta Code=limbo/s
|Definition=ὁ, = Lat. [[limbus]], a dinner-dress, Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.4.
|Definition=ὁ, = Lat. [[limbus]], a dinner-dress, Lyd.''Mag.''2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμβός Medium diacritics: λιμβός Low diacritics: λιμβός Capitals: ΛΙΜΒΟΣ
Transliteration A: limbós Transliteration B: limbos Transliteration C: limvos Beta Code: limbo/s

English (LSJ)

ὁ, = Lat. limbus, a dinner-dress, Lyd.Mag.2.4.

German (Pape)

[Seite 47] spätes Wort, = λίχνος.

Greek Monolingual

(I)
λιμβός, -όν και λίμβος, -ον (AM)
μσν.
ορεκτικός, ελκυστικός
αρχ.
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. κολοβός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός
ὀλισθηρός (Ησύχ.) δεν είναι πειστική].
(II)
λιμβός, ὁ (Α)
βραδινό ένδυμα με κροσσωτή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limbus «παρυφή, κράσπεδο»].