ξύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrisma | |Transliteration C=ksyrisma | ||
|Beta Code=cu/risma | |Beta Code=cu/risma | ||
|Definition=[ῠ], ατος, τό, [[shaving]], βοστρύχων | |Definition=[ῠ], ατος, τό, [[shaving]], βοστρύχων Tz.''H.''2.537. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, shaving, βοστρύχων Tz.H.2.537.
Greek (Liddell-Scott)
ξύρισμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
Greek Monolingual
και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) ξυρίζω
1. κόψιμο τών τριχών του σώματος, και ιδίως του προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα
2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία
3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά.