Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυπητός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trypitos
|Transliteration C=trypitos
|Beta Code=truphto/s
|Beta Code=truphto/s
|Definition=ή, όν, [[pierced]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>69.1</span>.
|Definition=τρυπητή, τρυπητόν, [[pierced]], Arist.''Ath.''69.1.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπητός Medium diacritics: τρυπητός Low diacritics: τρυπητός Capitals: ΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: trypētós Transliteration B: trypētos Transliteration C: trypitos Beta Code: truphto/s

English (LSJ)

τρυπητή, τρυπητόν, pierced, Arist.Ath.69.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.