ἐχέστονος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echestonos | |Transliteration C=echestonos | ||
|Beta Code=e)xe/stonos | |Beta Code=e)xe/stonos | ||
|Definition= | |Definition=ἐχέστονον, [[bringing sorrows]], ἰός Theoc.25.213. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐχέστονον, bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.
German (Pape)
[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέστονος: ἔχω 29] исторгающий стоны (ἰός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.
Greek Monolingual
ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].
Greek Monotonic
ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἐχέ-στονος, ον
bringing sorrows, Theocr.