ἡμίσπονδος: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imispondos | |Transliteration C=imispondos | ||
|Beta Code=h(mi/spondos | |Beta Code=h(mi/spondos | ||
|Definition= | |Definition=ἡμίσπονδον, [[half bound by treaty]], Poll.6.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμίσπονδον, half bound by treaty, Poll.6.30.
German (Pape)
[Seite 1170] halb verbündet, Poll. 6, 160.
Greek Monolingual
ἡμίσπονδος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παράσπονδος, υπόσπονδος].