μιλτόπρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miltopreptos | |Transliteration C=miltopreptos | ||
|Beta Code=milto/preptos | |Beta Code=milto/preptos | ||
|Definition= | |Definition=μιλτόπρεπτον, [[bright-red]], A.''Fr.''116. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:25, 25 August 2023
English (LSJ)
μιλτόπρεπτον, bright-red, A.Fr.116.
German (Pape)
[Seite 186] roth aussehend, Aesch. frg. 107 bei Ath. II, 51 d. Bei Eust. 1254, 26 steht μιλτοπρέποις.
Russian (Dvoretsky)
μιλτόπρεπτος: ярко-красный Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μιλτόπρεπτος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθίῳ 1254, 27 γράφεται μιλτόπρεπος, «μιλτοπρέποις, ἤγουν ἐρυθροῖς».
Greek Monolingual
μιλτόπρεπτος, -ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πρεπτος και -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεόπρεπτος].