ἔμπλεγμα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emplegma | |Transliteration C=emplegma | ||
|Beta Code=e)/mplegma | |Beta Code=e)/mplegma | ||
|Definition=ατος, τό, [[plait]]: ἐ. γυναικεῖα | |Definition=-ατος, τό, [[plait]]: ἐ. γυναικεῖα Artem.4.83. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:26, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, plait: ἐ. γυναικεῖα Artem.4.83.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
trenzado del cabello ἐμπλέγματα γυναικεῖα Artem.4.83, τὰ τῆς ἑταιριζομένης ἐμπλέγματα ἢ ἐνδύματα Const.App.1.8.17, cf. Chrys.Catech.Illum.1.34, de crines de caballos, Phot.α 3179.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Verflechtung, Artem. 4, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλεγμα: τό, πᾶν πλεκτὸν ἢ ἐντὸς ἐνυφασμένον κόσμημα, Ἀρτεμίδ. 4. 83.
Greek Monolingual
ἔμπλεγμα, το (AM)
κόσμημα που έχει τοποθετηθεί μέσα σε ύφασμα κατά την ύφανση ή το πλέξιμο.